Η λέξη "semana" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "semana" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /seˈmana/
Η λέξη "semana" σημαίνει "εβδομάδα" και χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μία περίοδο επτά ημερών. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με συχνότητα που θα λέγαμε ότι είναι αρκετά υψηλή καθώς η έννοια του χρόνου και του προγραμματισμού είναι σημαντική σε καθημερινές συζητήσεις.
La semana que viene tengo una reunión importante.
(Η εβδομάδα που έρχεται, έχω μια σημαντική συνεδρίαση.)
Cada semana, voy al gimnasio tres veces.
(Κάθε εβδομάδα, πηγαίνω στο γυμναστήριο τρεις φορές.)
Η λέξη "semana" χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Esta tradición se celebra en toda España durante la Semana Santa.
(Αυτή η παράδοση γιορτάζεται σε όλη την Ισπανία κατά τη διάρκεια της ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ.)
La semana de la moda de Nueva York atrae a diseñadores de todo el mundo.
(Η εβδομάδα μόδας της Νέας Υόρκης προσελκύει σχεδιαστές από όλο τον κόσμο.)
Es bueno hacer ejercicio semanalmente para mantenerse saludable.
(Είναι καλό να κάνεις άσκηση εβδομαδιαία για να παραμένεις υγιής.)
Η λέξη "semana" προέρχεται από τη λατινική λέξη "septimana", η οποία επίσης σημαίνει "εβδομάδα". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με τον αριθμό επτά ("siete" στα ισπανικά).
Συνώνυμα: - periodo (περίοδος) - semana laborable (εργάσιμη εβδομάδα)
Αντώνυμα: - día (μέρα) - αν και δεν είναι άμεσο αντίκρισμα, η μέρα είναι η πιο μικρή διάσταση στο χρόνο σε σαφή αντίθεση με την εβδομάδα.