Semanál είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /se.maˈnal/
Η λέξη semanal χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει ή επαναλαμβάνεται μία φορά την εβδομάδα. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως η εργασία, οι δραστηριότητες και ο προγραμματισμός.
Η λέξη semanal χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με λίγο περισσότερη συχνότητα σε γραπτό λόγο για επαγγελματικούς ή οργανωτικούς σκοπούς.
Η εβδομαδιαία αναφορά παραδόθηκε τη Δευτέρα.
Nos juntamos para la reunión semanal cada jueves.
Συναντιόμαστε για την εβδομαδιαία συνάντηση κάθε Πέμπτη.
La revista tiene una edición semanal.
Η λέξη semanal δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που δείχνουν επαναλαμβανόμενες ή τακτικές καταστάσεις.
Πρέπει να κάνεις τον εβδομαδιαίο έλεγχο της υγείας σου.
El boletín semanal tiene toda la información que necesitas.
Το εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο έχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεσαι.
Recibimos el resumen semanal de las novedades.
Λαμβάνουμε την εβδομαδιαία περίληψη των νέων.
La evaluación semanal es fundamental para medir tu progreso.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "septimana", το οποίο σημαίνει «εβδομάδα».