Το "sembrado" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο στον ισπανικό λόγο.
/semˈbɾaðo/
Η λέξη "sembrado" αναφέρεται συνήθως σε ένα κομμάτι γης στο οποίο έχουν φυτευτεί σπόροι, κατά κανόνα καλλιέργειες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωργικό ή στη φύση πλαίσιο. Είναι μια λέξη που βρίσκει επικρατούσα χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η γεωργική γλώσσα μπορεί να είναι πιο συχνή στο γραπτό.
El sembrado de trigo necesita agua.
(Το σπαρμένο σιτάρι χρειάζεται νερό.)
Los campos de sembrado son muy amplios en esta región.
(Τα χωράφια με σπαρμένα φυτά είναι πολύ μεγάλα σε αυτήν την περιοχή.)
Caminamos por el sembrado observando las plantas.
(Περπατήσαμε στο σπαρμένο χωράφι παρατηρώντας τα φυτά.)
Η λέξη "sembrado" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις μέσα στον ισπανικό λόγο:
Sembrar dudas.
(Σπείρω αμφιβολίες.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να προκαλέσεις αμφιβολία ή αναστάτωση σε κάποιον.
Sembrar el pánico.
(Σπείρω τον πανικό.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πρόκληση φόβου ή ανησυχίας σε μια ομάδα ανθρώπων.
Sembrar la discordia.
(Σπείρω τη διχόνοια.)
Εννοεί την πρόκληση παρεξηγήσεων ή συγκρούσεων μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων.
Η λέξη "sembrado" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "sembrar", που σημαίνει "φυτεύω". Η ρίζα προέρχεται από τα Λατινικά "semen" που σημαίνει "σπόρος".
Συνώνυμα: - cultivo (καλλιέργεια) - sembradura (σπορά)
Αντώνυμα: - desierto (έρημος) - yermo (έρειο)
Το "sembrado" είναι μια σημαντική λέξη στους τομείς της γεωργίας και της φύσης, και οποιαδήποτε κατανόηση του κόσμου των καλλιεργειών και των σπορών περιλαμβάνει την χρήση αυτής της λέξης.