Το "semillero" είναι ουσιαστικό.
/prosem.i.'ʝe.ɾo/
Η λέξη "semillero" αναφέρεται κυρίως σε ένα μέρος όπου φυτεύονται και αναπτύσσονται σπόροι πριν από τη μεταφύτευσή τους σε πιο μόνιμο έδαφος. Στον ευρύτερο τομέα, μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να περιγράψει ένα χώρο ή μια κατάσταση όπου κάτι αναπτύσσεται ή καλλιεργείται, π.χ. ταλέντα ή ιδέες.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε γεωργικούς και οικολογικούς τομείς. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα για τη γεωργία, την οικολογία ή την εκπαίδευση.
"El semillero está lleno de nuevas plantas."
(Το φυτώριο είναι γεμάτο με νέα φυτά.)
"Los estudiantes trabajan en el semillero de ideas para el proyecto."
(Οι μαθητές εργάζονται στο φυτώριο ιδεών για το έργο.)
"En el semillero de la universidad, se cultivan muchas especies."
(Στο φυτώριο του πανεπιστημίου καλλιεργούνται πολλά είδη.)
Η λέξη "semillero" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις και περιφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο ή μια ομάδα που έχει πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους.
"Un semillero de ideas innovadoras."
(Ένα φυτώριο καινοτόμων ιδεών.)
Αναφέρεται σε ένα χώρο ή ομάδα όπου αναπτύσσονται πρωτότυπες σκέψεις και σχέδια.
"El semillero de competencias."
(Το φυτώριο δεξιοτήτων.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την εκπαίδευση και ανάπτυξη δεξιοτήτων σε κάποιον τομέα.
"Semillero de futuros líderes."
(Φυτώριο μελλοντικών ηγετών.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή οργανισμό που αναπτύσσει ηγετικά ταλέντα.
"Un semillero de oportunidades."
(Ένα φυτώριο ευκαιριών.)
Η λέξη "semillero" προέρχεται από το ισπανικό "semilla", που σημαίνει "σπόρος". Ο λόγος αυτός δείχνει τη σχέση της λέξης με τη διαδικασία καλλιέργειας και ανάπτυξης από το αρχικό στάδιο.
Συνώνυμα: - vivero (φυτώριο) - cultivo (καλλιέργεια)
Αντώνυμα: - desierto (έρημος) - estéril (άγονος)
Αυτή η ανάλυση καλύπτει πλήρως την έννοια και τη χρήση του "semillero" στην ισπανική γλώσσα.