Το "seminal" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "seminal" στα ισπανικά είναι [ˈseminal].
Η λέξη "seminal" χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιστημών, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών και βιολογικών τομέων. Σημαίνει κάτι που σχετίζεται με το σπέρμα ή που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει σημαντικές αλλαγές ή εξελίξεις. Χρησιμοποιείται και με μια πιο μεταφορική έννοια, για να περιγράψει ιδέες ή έργα που είναι θεμελιώδη ή επιδραστικά.
Η χρήση της λέξης "seminal" είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, κυρίως ακαδημαϊκά ή επιστημονικά, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε συνομιλίες, ιδιαίτερα όταν συζητούνται σημαντικά έργα ή ανακαλύψεις.
Η θεμελιώδης μελέτη σχετικά με την γενετική άλλαξε τον τρόπο που κατανοούμε την κληρονομικότητα.
Su trabajo es considerado seminal en el campo de la neurociencia.
Η λέξη "seminal" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες απλές συνδυαστικές φράσεις που αναδεικνύουν τη σημασία της.
Η θεμελιώδης θεωρία του Φρόιντ επηρέασε πολλούς τομείς μελέτης.
Muchos autores mencionan el trabajo seminal de Darwin en biología.
Πολλοί συγγραφείς αναφέρουν το θεμελιώδες έργο του Δαρβίνου στη βιολογία.
El libro es una obra seminal que ha definido el género.
Η λέξη "seminal" προέρχεται από το λατινικό "semen", το οποίο σημαίνει "σπέρμα". Αρχικά, η λέξη αναφερόταν στο σπέρμα ως βιολογικό υλικό και στην πορεία επεκτάθηκε για να περιγράψει ιδέες ή έργα που είναι θεμελιώδη.
Συνώνυμα: - Fundamental (θεμελιώδης) - Crucial (καθοριστικός) - Pioneering (πρωτοποριακός)
Αντώνυμα: - Mundano (κοινοτυπικός) - Superficial (επιφανειακός) - Irrelevante (άσχετος)