Το "senador" είναι ένα ουσιαστικό.
/sen.aˈðoɾ/
Η λέξη "senador" αναφέρεται σε μέλος της γερουσίας, που είναι ένα όργανο της νομοθετικής εξουσίας σε πολλές χώρες. Το κύριο καθήκον του γερουσιαστή είναι να νομοθετεί και να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πολιτών της περιφέρειας ή της χώρας τους. Στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα ή γραπτά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί στον προφορικό λόγο.
Ο γερουσιαστής παρουσίασε έναν νέο νόμο για την προστασία του περιβάλλοντος.
Muchos ciudadanos apoyan al senador en su campaña electoral.
Η λέξη "senador" δεν συναντάται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που αναφέρονται σε πολιτικά ζητήματα ή εκλογές.
Ένας γερουσιαστής της αντιπολίτευσης κατέκρινε την πρόταση της κυβέρνησης.
El senador tuvo que renunciar a su cargo tras el escándalo.
Ο γερουσιαστής αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του μετά το σκάνδαλο.
La aprobación de la ley requiere el voto favorable de al menos un senador de cada partido.
Η λέξη "senador" προέρχεται από το λατινικό "senator", που σημαίνει τον "γήραο" ή τον "γέροντα". Χρησιμοποιούνταν αρχικά για να αναφερθούν σε μέλη του Συμβουλίου των γερόντων, οι οποίοι είχαν σημαντικό ρόλο στη ρωμαϊκή πολιτική ζωή.
Συνολικά, η λέξη "senador" έχει σημασία σε πολιτικά και νομικά συμφραζόμενα και χρησιμοποιείται συχνά σε θεσμικές και διακυβερνητικές συζητήσεις.