sencillo: Είναι επίθετο.
/senˈθi.ʝo/ (για την ισπανική προφορά στο καντίδικο ισπανικά, ανάλογα με τη διάλεκτο μπορεί να είναι και /senˈsi.ʝo/)
Η λέξη sencillo σημαίνει "απλός" ή "εύκολος", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι περίπλοκο ή δύσκολο. Έχει συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινό σε καθημερινές, ανεπίσημες συζητήσεις.
Αυτό το πρόβλημα είναι πολύ απλό να λυθεί.
La receta de este platillo es sencillo y rápida.
Ο όρος sencillo χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Να το κάνεις εύκολο.
No hay nada sencillo en la vida.
Δεν υπάρχει τίποτα απλό στη ζωή.
Es un asunto sencillo.
Είναι ένα απλό θέμα.
Con un enfoque sencillo, podemos lograrlo.
Η λέξη sencillo προέρχεται από το λατινικό "singularis", που σημαίνει "μοναδικός", που με τη σειρά του σχετίζεται με τον όρο "sensus", που αναφέρεται στην αντίληψη και την αισθητική απλότητα.
Συνώνυμα: - simple (απλός) - fácil (εύκολος) - claro (σαφής)
Αντώνυμα: - complicado (περίπλοκος) - difícil (δύσκολος) - confuso (μπερδεμένος)
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν ένα πλήρες προφίλ για τη λέξη sencillo, ανάλυση της σημασίας, χρήσης και διευκρινίσεων που σχετίζονται με αυτήν.