senda - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

senda (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

senda: ουσιαστικό (feminine noun)

Φωνητική μεταγραφή

senda [ˈsend̪a]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη senda στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια διαδρομή ή μονοπάτι που χρησιμοποιείται για περπάτημα, συχνά σε φυσικά περιβάλλοντα όπως δάση ή βουνά. Χρησιμοποιείται και σε μεταφορική έννοια για να δηλώσει μια κατεύθυνση ή πορεία στη ζωή ή σε κάποια διαδικασία. Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο στις αναφορές σε φυσικά τοπία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El sendero se adentra en el bosque.
  2. Το μονοπάτι οδηγεί μέσα στο δάσος.

  3. Tomamos una senda estrecha junto al río.

  4. Ακολουθήσαμε ένα στενό μονοπάτι δίπλα στον ποταμό.

  5. La senda de la vida está llena de sorpresas.

  6. Η διαδρομή της ζωής είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη senda χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Estar en la senda correcta.
  2. Να είσαι στη σωστή διαδρομή.
  3. (Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος ακολουθεί τον σωστό δρόμο στη ζωή ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.)

  4. Abrir nuevas sendas.

  5. Να ανοίγεις νέες διαδρομές.
  6. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έναρξη νέων ευκαιριών ή κατευθύνσεων.)

  7. Perderse en la senda.

  8. Να χαθείς στο μονοπάτι.
  9. (Δηλώνει ότι κάποιος έχει απομακρυνθεί από τον αρχικό του στόχο ή σχέδιο.)

  10. Cada senda lleva a una historia diferente.

  11. Κάθε διαδρομή οδηγεί σε διαφορετική ιστορία.
  12. (Δηλώνει ότι κάθε επιλογή στη ζωή μπορεί να έχει διαφορετικά αποτελέσματα.)

Ετυμολογία

Η λέξη senda προέρχεται από τη λατινική λέξη "semita", που σημαίνει "μικρή διαδρομή" ή "μονοπάτι". Η ρίζα της σχετίζεται με τη δράση του να περπατάς ή να διασχίζεις μια περιοχή.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sendero - camino (στις περιπτώσεις που αναφέρεται σε μεγαλύτερα μονοπάτια ή δρόμους)

Αντώνυμα: - bloque (φράγμα) - obstáculo (εμπόδιο)



22-07-2024