senda: ουσιαστικό (feminine noun)
senda [ˈsend̪a]
Η λέξη senda στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια διαδρομή ή μονοπάτι που χρησιμοποιείται για περπάτημα, συχνά σε φυσικά περιβάλλοντα όπως δάση ή βουνά. Χρησιμοποιείται και σε μεταφορική έννοια για να δηλώσει μια κατεύθυνση ή πορεία στη ζωή ή σε κάποια διαδικασία. Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο στις αναφορές σε φυσικά τοπία.
Το μονοπάτι οδηγεί μέσα στο δάσος.
Tomamos una senda estrecha junto al río.
Ακολουθήσαμε ένα στενό μονοπάτι δίπλα στον ποταμό.
La senda de la vida está llena de sorpresas.
Η λέξη senda χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος ακολουθεί τον σωστό δρόμο στη ζωή ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.)
Abrir nuevas sendas.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έναρξη νέων ευκαιριών ή κατευθύνσεων.)
Perderse en la senda.
(Δηλώνει ότι κάποιος έχει απομακρυνθεί από τον αρχικό του στόχο ή σχέδιο.)
Cada senda lleva a una historia diferente.
Η λέξη senda προέρχεται από τη λατινική λέξη "semita", που σημαίνει "μικρή διαδρομή" ή "μονοπάτι". Η ρίζα της σχετίζεται με τη δράση του να περπατάς ή να διασχίζεις μια περιοχή.
Συνώνυμα: - sendero - camino (στις περιπτώσεις που αναφέρεται σε μεγαλύτερα μονοπάτια ή δρόμους)
Αντώνυμα: - bloque (φράγμα) - obstáculo (εμπόδιο)