Sendero είναι ουσιαστικό.
/senˈdeɾo/
Η λέξη "sendero" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε ένα μονοπάτι ή μια διαδρομή που έχει συνήθως θεσπιστεί για πεζούς. Χρησιμοποιείται συχνά σε φυσικά περιβάλλοντα, όπως βουνά, δάση ή πάρκα, και μπορεί να υποδηλώνει έναν δρόμο που ακολουθείται από πεζοπόρους ή φυσιολάτρες.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε περιγραφές της φύσης και δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς χώρους. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και συναντάται επίσης σε γραπτά κείμενα.
Το μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του βουνού είναι πολύ απότομο.
Nos encanta caminar por el sendero del parque nacional.
Μας αρέσει να περπατάμε στο μονοπάτι του εθνικού πάρκου.
Este sendero es ideal para los amantes de la naturaleza.
Η λέξη "sendero" εμφανίζεται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με τη φύση και τη ζωή στην εξοχή.
Να επιλέγεις το σωστό μονοπάτι στη ζωή.
El sendero de la paz nunca es fácil de recorrer.
Το μονοπάτι της ειρήνης δεν είναι ποτέ εύκολο να διανυθεί.
A veces hay que desviarse del sendero habitual para descubrir nuevas oportunidades.
Μερικές φορές πρέπει να απομακρυνθείς από το συνηθισμένο μονοπάτι για να ανακαλύψεις νέες ευκαιρίες.
No todo sendero es seguro, hay que tener cuidado.
Όχι κάθε μονοπάτι είναι ασφαλές, πρέπει να είσαι προσεκτικός.
En la vida, hay senderos que conducen a la felicidad.
Η λέξη "sendero" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "sender", που σημαίνει μονοπάτι ή δρόμος. Συνδέεται με το λατινικό "senda", το οποίο έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Camino (δρόμος) - Ruta (διαδρομή) - Vía (οδός)
Αντώνυμα: - Desvío (παρεκκλίνω) - Obstáculo (εμπόδιο) - Caos (χάος)