senil - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

senil (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "senil" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "senil" είναι: /seˈnil/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "senil" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την γεροντική ηλικία ή την τρίτη ηλικία. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά που είναι συνηθισμένα στους ηλικιωμένους. Η χρήση της λέξης είναι συχνή στα ιατρικά, νομικά και γενικά συμφραζόμενα.

Συχνότητα χρήσης: - Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε ιατρικά και ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδείγματα χρήσης

  1. "El comportamiento senil puede ser un signo de demencia."
  2. "Η γεροντική συμπεριφορά μπορεί να είναι ένα σημάδι άνοιας."

  3. "Las enfermedades seniles requieren atención médica especial."

  4. "Οι γεροντικές ασθένειες απαιτούν ειδική ιατρική φροντίδα."

  5. "Su discurso tenía un tono senil que preocupaba a su familia."

  6. "Ο λόγος του είχε έναν γεροντικό τόνο που ανησυχούσε την οικογένειά του."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "senil" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με αυτήν:

  1. "Comportamiento senil" – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συμπεριφορά που είναι χαρακτηριστική της τρίτης ηλικίας ή που θεωρείται ανώριμη.
  2. "Su comportamiento senil me preocupa."
  3. "Η γεροντική συμπεριφορά του με ανησυχεί."

  4. "Cuidado senil" – Αναφέρεται σε φροντίδα που είναι σχεδιασμένη για τους ηλικιωμένους.

  5. "El cuidado senil es esencial en asilos."
  6. "Η γεροντική φροντίδα είναι ουσιώδης σε γηροκομεία."

  7. "Enfermedades seniles" – Σημαίνει ασθένειες που εμφανίζονται συχνά σε ηλικιωμένους.

  8. "Las enfermedades seniles como la artritis son comunes."
  9. "Οι γεροντικές ασθένειες όπως η αρθρίτιδα είναι κοινές."

Ετυμολογία

Η λέξη "senil" προέρχεται από τα λατινικά "senilis", που σημαίνει "γεροντικός" ή "σχετικός με τον γέροντα". Συνδέεται με τη λέξη "senex", που σημαίνει "γηραιός" ή "γέροντας".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Viejo (παλαιός) - Anciano (ηλικιωμένος)

Αντώνυμα: - Joven (νεαρός) - Adolescente (έφηβος)



23-07-2024