Η λέξη "senil" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "senil" είναι: /seˈnil/
Η λέξη "senil" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την γεροντική ηλικία ή την τρίτη ηλικία. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά που είναι συνηθισμένα στους ηλικιωμένους. Η χρήση της λέξης είναι συχνή στα ιατρικά, νομικά και γενικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα χρήσης: - Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε ιατρικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
"Η γεροντική συμπεριφορά μπορεί να είναι ένα σημάδι άνοιας."
"Las enfermedades seniles requieren atención médica especial."
"Οι γεροντικές ασθένειες απαιτούν ειδική ιατρική φροντίδα."
"Su discurso tenía un tono senil que preocupaba a su familia."
Η λέξη "senil" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με αυτήν:
"Η γεροντική συμπεριφορά του με ανησυχεί."
"Cuidado senil" – Αναφέρεται σε φροντίδα που είναι σχεδιασμένη για τους ηλικιωμένους.
"Η γεροντική φροντίδα είναι ουσιώδης σε γηροκομεία."
"Enfermedades seniles" – Σημαίνει ασθένειες που εμφανίζονται συχνά σε ηλικιωμένους.
Η λέξη "senil" προέρχεται από τα λατινικά "senilis", που σημαίνει "γεροντικός" ή "σχετικός με τον γέροντα". Συνδέεται με τη λέξη "senex", που σημαίνει "γηραιός" ή "γέροντας".
Συνώνυμα: - Viejo (παλαιός) - Anciano (ηλικιωμένος)
Αντώνυμα: - Joven (νεαρός) - Adolescente (έφηβος)