Η λέξη "sensacional" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί εντυπωσιασμό ή θαυμασμό. Συνήθως χρησιμοποιείται για γεγονότα, επιτεύγματα ή αντικείμενα που είναι ιδιαίτερα ελκυστικά ή αξιόλογα. Είναι πιο συχνό στον προφορικό λόγο αλλά εμφανίζεται και στη γραφή.
Η γιορτή ήταν καταπληκτική.
Tienes un talento sensacional para la música.
Έχεις ένα εκπληκτικό ταλέντο για τη μουσική.
El nuevo restaurante tiene una comida sensacional.
Η λέξη "sensacional" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Μια εκπληκτική στιγμή.
Fue una experiencia sensacional.
Ήταν μια θαυμάσια εμπειρία.
El resultado fue sensacional.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό.
La actuación fue sensacional.
Η παράσταση ήταν καταπληκτική.
Su reacción fue sensacional.
Η αντίδρασή του ήταν εκπληκτική.
El clima en la playa fue sensacional.
Ο καιρός στην παραλία ήταν θαυμάσιος.
Ese libro es sensacional.
Η λέξη "sensacional" προέρχεται από το ιταλικό "sensazionale", το οποίο αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί συναισθήματα ή αισθήσεις. Στηρίζεται επίσης στη ρίζα "senso", που σημαίνει "αίσθηση" στα Ιταλικά και Ισπανικά.
impresionante (εντυπωσιακός)
Αντώνυμα: