Η λέξη "sensato" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /senˈsato/
Η λέξη "sensato" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι λογικό και ικανό να σκέφτεται προσεκτικά πριν πάρει μια απόφαση. Αυτή η λέξη έχει θετική σημασία και συχνά αναφέρεται σε ανθρώπους που μπορούν να ζυγίζουν προσεκτικά τις καταστάσεις, και παίρνουν σοφές και συνετές αποφάσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "sensato" στην ισπανική γλώσσα είναι σχετικά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτή η απόφαση είναι πολύ λογική.
Es una persona muy sensata, siempre piensa antes de actuar.
Η λέξη "sensato" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ενέργειες ενός ατόμου που είναι προσεκτικά σκεπτόμενες.
Tener sensatez en los momentos difíciles.
Αναφέρεται στην ικανότητα να παραμένεις ήρεμος και προσεκτικός σε καταστάσεις πίεσης.
Su sensatez le ha salvado de muchos problemas.
Η λέξη "sensato" προέρχεται από το λατινικό "sensatus", που σημαίνει «έχοντας αίσθηση» ή «λογικός». Συνδέεται με τη λέξη "sensum" που σημαίνει «αισθήμα» ή «μετάληψη».
Συνώνυμα: - Prudente (προσεκτικός) - Juicioso (συνετός) - Razonable (λογικός)
Αντώνυμα: - Insensato (παράλογος) - Irreflexivo (αυθόρμητος) - Imprudente (επιπόλαιος)