Η λέξη "sensibilidad" αναφέρεται στην ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς ή να επηρεάζεται από ερεθίσματα, είτε αυτά είναι συναισθηματικά είτε φυσικά. Χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό και γραπτό λόγο στην Ισπανική γλώσσα, με δυνατότητα μεταφοράς σε αρκετούς τομείς, όπως η ψυχολογία, η medicina και οι κοινωνικές επιστήμες.
Η ευαισθησία των παιδιών είναι μεγαλύτερη από αυτή των ενηλίκων.
Es importante trabajar en la sensibilidad hacia las necesidades de los demás.
Είναι σημαντικό να δουλέψουμε στην ευαισθησία προς τις ανάγκες των άλλων.
La sensibilidad emocional puede influir en nuestras decisiones.
Η λέξη "sensibilidad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Έχω ευαισθησία στον πόνο.
La sensibilidad social es clave para la convivencia.
Η κοινωνική ευαισθησία είναι κλειδί για τη συμβίωση.
Demostrar sensibilidad ante una situación difícil.
Να δείξεις ευαισθησία μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση.
Desarrollar sensibilidad artística requiere tiempo y práctica.
Η ανάπτυξη καλλιτεχνικής ευαισθησίας απαιτεί χρόνο και πρακτική.
La sensibilidad cultural ayuda a entender diferentes puntos de vista.
Η λέξη "sensibilidad" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "sensibilitas", η οποία συνδυάζει την "sensus" που σημαίνει "αίσθηση" και την κατάληξη "-bilitas" που υποδηλώνει κατάσταση ή ικανότητα.
Perceptibilidad (αντιληπτικότητα)
Αντώνυμα: