Sensibilizar είναι ρήμα.
/sen.si.bi.liˈθaɾ/ (στην Ισπανία) ή /sen.si.bɪˈlaɹ/ (στις Λατινικές χώρες)
Η λέξη sensibilizar σημαίνει να προκαλέσει ή να προάγει μια αύξηση στην ευαισθησία ή την συνειδητοποίηση για κάποιο θέμα, συνήθως κοινωνικό ή περιβαλλοντικό. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου απαιτείται η ενίσχυση της επίγνωσης ενός ζητήματος. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, και μπορεί να εντοπιστεί κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, σε άρθρα, εκστρατείες και κοινωνικές έρευνες.
Είναι σημαντικό να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο για την κλιματική αλλαγή.
La campaña busca sensibilizar a los jóvenes en temas de igualdad.
Δεν υπάρχουν πολλοί ιδιωματικοί συνδυασμοί που να περιλαμβάνουν το sensibilizar. Ωστόσο, η έννοιά του συνδέεται με διάφορες εκφράσεις που προάγουν την ευαισθητοποίηση.
Ευαισθητοποίηση της κοινότητας σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα.
Trabajar para sensibilizar a las empresas sobre la sostenibilidad.
Δουλέψτε για να ευαισθητοποιήσετε τις επιχειρήσεις σχετικά με την βιωσιμότητα.
Es necesario sensibilizar a los padres sobre la importancia de la educación emocional.
Είναι απαραίτητο να ευαισθητοποιήσουμε τους γονείς για τη σημασία της συναισθηματικής εκπαίδευσης.
Sensibilizar a la población es clave para un cambio positivo.
Η λέξη sensibilizar προέρχεται από τη ρίζα "sensible" (ευαίσθητος), με τις καταλήξεις -izar που δηλώνουν ρήματα ενέργειας. Η ρίζα είναι συνδεδεμένη με το λατινικό "sensibilis", που σημαίνει "έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται".
Συνώνυμα: - Concienciar - Activar - Despertar
Αντώνυμα: - Insensibilizar - Ignorar - Indiferenciar
Η λέξη sensibilizar είναι πολύ σημαντική στον τομέα της ευαισθητοποίησης σχετικά με κοινωνικά ζητήματα, και ταυτόχρονα υποδηλώνει τη δράση που απαιτείται για να επηρεάσουμε τις σκέψεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων.