Η λέξη "sensitivo" είναι επίθετο.
/sen.siˈti.βo/
Η λέξη "sensitivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει ευαισθησία ή ικανότητα να αντιλαμβάνεται ή να ανταγωνίζεται ερεθίσματα. Στην ιατρική και ψυχιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε άτομα που είναι πιο ευαίσθητα σε συναισθηματικά ή σωματικά ερεθίσματα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε ιατρικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα.
El paciente es muy sensitivo a los cambios en su entorno.
(Ο ασθενής είναι πολύ ευαίσθητος στις αλλαγές του περιβάλλοντός του.)
Las personas sensitivas pueden experimentar emociones intensas.
(Οι ευαίσθητες προσωπικότητες μπορούν να βιώσουν έντονες συναισθηματικές εμπειρίες.)
Η λέξη "sensitivo" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Tener un humor sensitivo.
(Έχω ευαίσθητο χιούμορ.)
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να πληγωθεί εύκολα από σχόλια σχετικά με το χιούμορ του.
Ser sensitivo a las críticas.
(Είμαι ευαίσθητος στις κριτικές.)
Αυτό υποδεικνύει ότι κάποιος επηρεάζεται πολύ από την αρνητική ανατροφοδότηση.
Tener un sentido sensitivo del arte.
(Έχω μια ευαίσθητη αίσθηση της τέχνης.)
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει μια έντονη και ευαίσθητη αντίληψη για την τέχνη.
Estar en una fase sensitiva de la vida.
(Είμαι σε μια ευαίσθητη φάση της ζωής.)
Αυτή η φράση υποδηλώνει ότι κάποιος περνάει από μια δύσκολη ή ευαίσθητη περίοδο.
Η λέξη "sensitivo" προέρχεται από το λατινικό "sensitīvus," που σημαίνει "αυτός που αισθάνεται" ή "αυτός που έχει αίσθηση."
delicado (λεπτός)
Αντώνυμα: