Η λέξη "sensual" είναι επίθετο.
/senˈsual/
Η λέξη "sensual" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τις αισθήσεις, ιδιαίτερα με την ευχαρίστηση και την ερωτική επιθυμία. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές τεχνών, σχέσεων και εικαστικών, όπου υπάρχει έμφαση στην αισθητική και την σωματική απόλαυση.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με την έννοια της να εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, όπως σε λογοτεχνία ή ποιήματα, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε συνομιλίες που αφορούν σχέσεις ή την τέχνη.
El baile era muy sensual y atrapó la atención de todos.
(Ο χορός ήταν πολύ αισθησιακός και τράβηξε την προσοχή όλων.)
Ella vestía un vestido sensual que dejaba ver sus curvas.
(Φόραγε ένα αισθησιακό φόρεμα που αποκάλυπτε τις καμπύλες της.)
Η λέξη "sensual" μπορεί να χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Es un juego sensual que acerca a las parejas.
(Είναι ένα αισθησιακό παιχνίδι που φέρνει κοντά τα ζευγάρια.)
Estilo sensual:
Ella tiene un estilo sensual que atrae todas las miradas.
(Έχει ένα αισθησιακό στυλ που προσελκύει όλα τα βλέμματα.)
Momento sensual:
Η λέξη "sensual" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sensualis", που σημαίνει "σχετικά με τις αισθήσεις", από το "sensus" (αισθητήρας, αίσθηση).
Συνώνυμα: - erótico (ερωτικός) - lujurioso (τρελός για ηδονή)
Αντώνυμα: - asexuado (άφυλο) - insensible (αναισθησία)