Το "sentar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "sentar" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /senˈtaɾ/.
Οι κυριότερες μεταφράσεις της λέξης "sentar" στα Ελληνικά είναι: - Καθίζω - Κάθομαι - Στηρίζω
Το "sentar" σημαίνει να βάζεις κάποιον ή τον εαυτό σου σε καθιστή θέση. Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να δηλώσει την εγκαθίδρυση ή την τοποθέτηση κάποιου σε μια κατάσταση ή κατάσταση. Είναι ένα κοινό ρήμα στην ισπανική γλώσσα, με συχνή χρήση και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, καθώς πρόκειται για μια βασική ενέργεια στην καθημερινή ζωή. Στον προφορικό λόγο συναντάται συχνά σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ενώ στο γραπτό λόγο χρησιμοποιείται σε περιγραφές, ιστορίες και οδηγίες.
Θα καθίσω τα παιδιά στο τραπέζι.
Es importante sentar las bases de una buena relación.
Είναι σημαντικό να θεμελιωθούν οι βάσεις μιας καλής σχέσης.
Ella siempre se siente cansada después de sentar mucho tiempo.
Το "sentar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Εδώ είναι μερικές:
Μετά από πολλαπλά ταξίδια, τελικά αποφάσισε να ωριμάσει.
Sentar en el banquillo
Μετά τις ενέργειές του, έβαλε τον φίλο του στο κάθισμα των κατηγορούμενων.
Sentar muy mal
Αυτό το σχόλιο δεν είχε καλές συνέπειες για τον διευθυντή.
Sentar un precedente
Η λέξη "sentar" προέρχεται από το Λατινικό "sēdĕre", το οποίο σημαίνει "κάθομαι". Η ρίζα της σχετίζεται με τη δράση της καθίζησης.