Το "sentarse" είναι ρήμα.
/senˈtaɾse/
Το "sentarse" σημαίνει "κάθομαι" ή "να καθίσω" και αναφέρεται στην πράξη του να παίρνεις θέση σε καθιστή θέση. Χρησιμοποιείται ευρέως και συχνά στον προφορικό λόγο καθώς και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και προτιμάται στις καθημερινές συνομιλίες.
Me voy a sentar en la silla.
(Θα καθίσω στην καρέκλα.)
Siempre me gusta sentarme al lado de la ventana.
(Πάντα μου αρέσει να κάθομαι δίπλα στο παράθυρο.)
Ella se sentó en el suelo para descansar.
(Αυτή κάθισε στο πάτωμα για να ξεκουραστεί.)
Η λέξη "sentarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Sentarse a la mesa
(Κάθομαι στο τραπέζι)
Αυτό αναφέρεται στην πράξη του να κάτσεις για να φας ή να κοινωνήσεις με άλλους.
Sentarse en los laureles
(Καθίσω στα δάφνινα φύλλα)
Σημαίνει να επαναπαύεσαι στις δάφνες σου ή να μην προσπαθείς πλέον για την επιτυχία.
Sentarse de golpe
(Κάθισα απότομα)
Αντιπροσωπεύει την πράξη του να καθίσεις ξαφνικά ή απροσδόκητα.
Sentarse a discutir
(Καθίστώ να συζητήσω)
Σημαίνει να καθίσεις και να έχεις μια συζήτηση σε βάθος για ένα θέμα.
Το "sentarse" προέρχεται από το λατινικό "sedēre", που σημαίνει "κάθομαι".
"asiento" (κάθισμα)
Αντώνυμα: