Ρήμα
/sen.t͡seˈnaɾ/
Η λέξη "sentenciar" σημαίνει να εκδίδεις μια απόφαση ή μια κανονιστική διάταξη, συνήθως σε νομικό ή δικαστικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του δικαίου και περιγράφει την πράξη του να αποδίδεις δικαστική απόφαση σε μια υπόθεση. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, καθώς σχετίζεται με νομικές διαδικασίες.
El juez tuvo que sentenciar al acusado por el delito cometido.
(Ο δικαστής αναγκάστηκε να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για το εγκλημα που διαπράχθηκε.)
Es fundamental que el tribunal sentencie de manera justa.
(Είναι θεμελιώδες το δικαστήριο να κρίνει δίκαια.)
Después del juicio, se sentenció a varios años de prisión.
(Μετά τη δίκη, καταδικάστηκαν σε αρκετά χρόνια φυλάκισης.)
Η λέξη "sentenciar" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες καθιερωμένες φράσεις εντός νομικών πλαισίων.
Sentenciar a alguien a muerte es una decisión extrema.
(Η καταδίκη κάποιου σε θάνατο είναι μια ακραία απόφαση.)
El jurado tuvo que deliberar antes de sentenciar.
(Η επιτροπή έπρεπε να συζητήσει πριν καταδικάσει.)
Sentenciar sin pruebas es una injusticia.
(Η καταδίκη χωρίς αποδείξεις είναι μια αδικία.)
Los jueces deben sentenciar con imparcialidad.
(Οι δικαστές πρέπει να καταδικάζουν με αμεροληψία.)
Η λέξη "sentenciar" προέρχεται από το λατινικό "sententiare", που σημαίνει "να κρίνω" ή "να αποφασίζω".
Συνώνυμα: - juzgar (κρίνω) - dictar (εκδίδω) - condenar (καταδικάζω)
Αντώνυμα: - absuelto (αθώος) - liberar (απελευθερώνω) - exonerar (απαλλάσσω)