Το "sentir" είναι ρήμα.
/senˈtir/
Η λέξη "sentir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να εκφράσει τη διαδικασία της αντίληψης, της αίσθησης ή της συναισθηματικής αντίδρασης. Είναι ένα από τα πιο κοινά ρήματα και χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Español: Yo siento alegría cuando estoy con mis amigos.
Ελληνικά: Νιώθω χαρά όταν είμαι με τους φίλους μου.
Español: ¿Qué sientes cuando escuchas esa canción?
Ελληνικά: Τι αισθάνεσαι όταν ακούς αυτό το τραγούδι;
Το "sentir" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
Español: Sentir el frío en los huesos.
Ελληνικά: Να νιώθεις το κρύο στα κόκαλα. (Για να περιγράψεις ένα έντονο αίσθημα κρύου)
Español: Sentir mariposas en el estómago.
Ελληνικά: Να νιώθεις πεταλούδες στο στομάχι. (Για να περιγράψεις την αγωνία ή τη ρομαντική ανυπομονησία)
Español: Sentir compasión por alguien.
Ελληνικά: Να αισθάνεσαι συμπόνια για κάποιον.
Español: Sentir pena por la situación.
Ελληνικά: Να νιώθεις λύπη για την κατάσταση.
Η λέξη "sentir" προέρχεται από το λατινικό "sentire," που σημαίνει "να αισθάνομαι" ή "να αντιλαμβάνομαι."
Συνώνυμα: - percibir (αντιλαμβάνομαι) - experimentar (εμπειρία)
Αντώνυμα: - ignorar (παραβλέπω) - despreciar (απορρίπτω)
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση του ρήματος "sentir" στην ισπανική γλώσσα, καθώς επίσης και τις διεθνείς του αναφορές.