Το "separador" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή στα ισπανικά είναι: /se.pa.ɾaˈðoɾ/
Η λέξη "separador" αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο ή μέθοδο που χρησιμοποιείται για να χωρίσει ή να διαχωρίσει ορισμένα στοιχεία. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραφικά περιβάλλοντα ή στην ιατρική, αλλά και σε τεχνικούς ή πολυτεχνικούς τομείς.
La carpeta tiene un separador para cada sección.
(Η θήκη έχει ένα διαχωριστικό για κάθε ενότητα.)
Usamos un separador de documentos para organizar el trabajo.
(Χρησιμοποιούμε έναν διαχωριστή εγγράφων για να οργανώσουμε τη δουλειά.)
El separador de la sala ayuda a mantener la privacidad.
(Ο διαχωριστής του δωματίου βοηθά στη διατήρηση της ιδιωτικότητας.)
Η λέξη "separador" δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις:
"Hacer de separador en una discusión"
(Να λειτουργήσεις ως διαχωριστής σε μια συζήτηση.) — αναφέρεται στην ανάγκη παροχής ουδέτερης άποψης σε μια διαφωνία.
"Ser un separador de aguas"
(Να είσαι διαχωριστής υδάτων.) — σημαίνει να καθορίσεις πορεία ή να δημιουργήσεις σημαντική αλλαγή.
"Separador entre el trabajo y la vida personal"
(Διαχωριστής μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ζωής.) — αναφέρεται στην ανάγκη διαχωρισμού των δύο αυτών τομέων.
Η λέξη "separador" προέρχεται από το ρήμα "separar", που σημαίνει "να διαχωρίζω", συντεθειμένο με το προσθετικό "-dor", που υποδηλώνει ότι ενεργεί ως μέσο ή παράγοντας.
particionador (διαχωριστής)
Αντώνυμα: