Το "separarse" είναι ένα ρήμα.
/se.pa.'ɾaɾ.se/
Η λέξη "separarse" σημαίνει "να χωρίσει" ή "να απομακρυνθεί" από κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προσωπικές ή κοινωνικές σχέσεις, όπως η διάλυση μιας σχέσης ή γάμου. Η χρήση του "separarse" είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά ή επίσημα έγγραφα, αλλά είναι επίσης κοινή στη συνομιλία.
Después de muchos problemas, decidieron separarse.
(Μετά από πολλά προβλήματα, αποφάσισαν να χωρίσουν.)
Es importante separarse de las cosas negativas.
(Είναι σημαντικό να απομακρυνόμαστε από τα αρνητικά πράγματα.)
El juez les aconsejó separarse amistosamente.
(Ο δικαστής τους συμβούλεψε να χωρίσουν φιλικά.)
Η λέξη "separarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Separarse de la manada.
(Χωρίζομαι από την αγέλη.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που απομακρύνεται από τους άλλους ή χάνει την κοινωνική του θέση.
Separarse del miedo.
(Χωρίζομαι από το φόβο.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ξεπερνά τους φόβους του.
Es bueno separarse de lo material.
(Είναι καλό να απομακρύνεσαι από τα υλικά.)
Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κατανόηση ότι η υλική κατοχή δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή.
Separarse de la rutina.
(Χωρίζομαι από την καθημερινότητα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανάγκη για αλλαγή ή για ένα διάλειμμα από την καθημερινή ζωή.
Η λέξη "separarse" προέρχεται από το λατινικό "separare", το οποίο σημαίνει "διαχωριζω".
Συνώνυμα: - disolverse (διαλύομαι) - apartarse (απομακρύνομαι)
Αντώνυμα: - unirse (ενώνομαι) - juntar (συγκεντρώνω)