sepultar: Ρήμα
[sepul'taɾ]
Η λέξη "sepultar" στα ισπανικά σημαίνει κυρίως το "να θάβω" κάτι ή κάποιον, συνήθως αναφέρεται στη διαδικασία τοποθέτησης ενός σώματος σε τάφο. Χρησιμοποιείται επίσης σε μεταφορικές ή εικόνικές έννοιες για να δηλώσει την πράξη του να κρύψεις κάτι ή να το ξεχάσεις. Η συχνότητα χρήσης αυτής της λέξης είναι υψηλή στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά και λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιείται σε συζητήσεις σχετικά με την απώλεια ή την κηδεία.
Los familiares decidieron sepultar a su abuelo en el cementerio del pueblo.
Οι συγγενείς αποφάσισαν να θάψουν τον παππού τους στο νεκροταφείο του χωριού.
El arqueólogo encontró una tumba que sepultaba secretos de hace siglos.
Ο αρχαιολόγος βρήκε έναν τάφο που θάβει μυστικά αιώνων.
A veces, es mejor sepultar el pasado para poder avanzar.
Μερικές φορές είναι καλύτερα να θάβουμε το παρελθόν για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε.
Η λέξη "sepultar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες απεικονίζουν την έννοια του θάψιμου ή της λήθης:
Sepultar en el olvido
(Να θάβεις σε λησμονιά)
Ejemplo: A muchas personas se les ha sepultado en el olvido por la historia.
(Πολλοί άνθρωποι έχουν θαφτεί στη λησμονιά από την ιστορία.)
Sepultar la tristeza
(Να θάβεις τη θλίψη)
Ejemplo: Trata de sepultar la tristeza y disfrutar la vida.
(Προσπάθησε να θαβεις τη θλίψη και να απολαμβάνεις τη ζωή.)
Lo sepultó en mentiras
(Τον/την θάβει με ψέματα)
Ejemplo: Esa historia lo sepultó en mentiras y engaños.
(Αυτή η ιστορία τον/την θάβει με ψέματα και απατήσεις.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "sepultare," που σημαίνει "θήκη" ή "θάψιμο." Στην ιστορική του χρήση, το "sepultare" σχετίζεται με τελετές και πρακτικές ταφής που χρονολογούνται από την αρχαία Ρώμη.
Συνώνυμα: - enterrar (θάβω) - ocultar (κρύβω) - inhumar (ενταφιάζω)
Αντώνυμα: - desenterrar (ξεθάβω) - revelar (αποκαλύπτω) - exponer (εκθέτω)