sepultura: ουσιαστικό (feminine)
[sepul'tuɾa]
Η λέξη sepultura αναφέρεται στη διαδικασία της ταφής ενός ανθρώπου ή του μέρους όπου ενταφιάζεται. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο του δικαίου και της κοινωνικής πρακτικής, σχετίζεται με τις τελετές που αφορούν τον θάνατο και την ανάπαυση των νεκρών. Είναι πολύ πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό κείμενο και είναι σημαντική σε νομικές και θρησκευτικές συγκείμενες.
La sepultura fue realizada con respeto y dignidad.
(Η ταφή πραγματοποιήθηκε με σεβασμό και αξιοπρέπεια.)
El acceso a la sepultura está restringido durante el luto.
(Η πρόσβαση στην ταφή είναι περιορισμένη κατά τη διάρκεια του πένθους.)
La sepultura familiar se encuentra en el cementerio del pueblo.
(Η οικογενειακή ταφή βρίσκεται στο νεκροταφείο του χωριού.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη sepultura μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
"Es importante saber dónde está la sepultura de nuestros ancestros."
(Είναι σημαντικό να ξέρουμε πού είναι η ταφή των προγόνων μας.)
"La sepultura del silencio"
(Η ταφή της σιωπής) χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες ή δεν επιτρέπεται η επικοινωνία.
"Después de la discusión, había una sepultura del silencio en la habitación."
(Μετά τη συζήτηση, υπήρχε μια ταφή της σιωπής στο δωμάτιο.)
"Cavar la sepultura"
(Να σκάψεις την ταφή), που σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη για κάτι που θα έχει σημαντικές συνέπειες στο μέλλον.
Η λέξη sepultura προέρχεται από το λατινικό "sepultura", το οποίο σχετίζεται με το ρήμα "sepelire", που σημαίνει "θαβω". Αυτή η ρίζα είναι συνδεδεμένη με την κοινή πρακτική της ταφής από αρχαία χρόνια.
Συνώνυμα: - entierro (ταφή) - tumba (τάφος) - sepulcro (τάφος, μνημείο)
Αντώνυμα: - exhumación (εκταφή) - liberación (απελευθέρωση) (σε πιο μεταφορικό πλαίσιο)