Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /se.ɾen.diˈpi.a/
Σημασίες: Η λέξη "σερεντίπια" αναφέρεται σε μια ευχάριστη έκπληξη ή ανακάλυψη που συμβαίνει τυχαία ή κατά λάθος, χωρίς προγραμματισμό.
Χρήση και συχνότητα: Η λέξη "σερεντίπια" χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα, αν και μπορεί να θεωρηθεί λίγο πιο σπάνια. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποιος ανακαλύπτει κάτι ευχάριστο χωρίς να το περιμένει.
Παραδείγματα: 1. Η συνάντησή μας ήταν μια πραγματική σερεντίπια. 2. Η ανακάλυψή του με έφερε σε επαφή με νέες δυνατότητες.
Ιδιωματικές εκφράσεις: Η λέξη "σερεντίπια" δε συνδέεται συχνά με ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Ετυμολογία: Η λέξη "σερεντίπια" προέρχεται από την αγγλική λέξη "serendipity".
Συνώνυμα: - Τυχαία ανακάλυψη - Ευχάριστη έκπληξη
Αντώνυμα: - Ατυχία - Άγνοια