Το "sermonear" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "sermonear" στα Ισπανικά είναι: /seɾmoˈneaɾ/
Η λέξη "sermonear" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να μιλάς σε κάποιον με διδακτικό, συχνά αυστηρό ή κριτικό τρόπο, όπως θα έκανε κάποιος σε μια ομιλία ή κήρυγμα. Συχνά αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος προσπαθεί να δώσει συμβουλές ή να επιπλήξει τον άλλον με έναν εκπαιδευτικό ή διδακτικό τόνο.
Στη γλώσσα των Ισπανών, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και είναι επικοινωνιακή, ενώ δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στο γραπτό κείμενο. Ωστόσο, μπορεί να βρείτε τη χρήση της σε διαλόγους ή σε μη επίσημες επικοινωνίες.
"No me sermonees, solo estoy intentando hacer lo mejor que puedo."
(Μη με κηρύσσεις, απλά προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ.)
"Ella me sermoneó por no haber estudiado para el examen."
(Με κήρυξε επειδή δεν είχα διαβάσει για την εξέταση.)
Η λέξη "sermonear" μπορεί να ενσωματωθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Su madre siempre le sermonea por sus malas decisiones."
(Η μητέρα του πάντα του κηρύσσει για τις κακές του αποφάσεις.)
"Estar sermoneando"
(Να κηρύσσω συνεχώς)
"No soporto estar sermoneando a mis hijos todo el tiempo."
(Δεν αντέχω να κηρύσσω τα παιδιά μου όλη την ώρα.)
"Dejar de sermonear"
(Να σταματώ να κηρύττω)
Η λέξη "sermonear" προέρχεται από την ισπανική λέξη "sermón", που σημαίνει "κήρυγμα", και συνδυάζεται με το κατάληψη "-ear", που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ρήματα που σχετίζονται με τη δράση του ρήματος που περιγράφετε.
reprochar (κατηγορώ)
Αντώνυμα: