Servidor είναι ουσιαστικό.
/seɾ.βiˈðoɾ/
Η λέξη servidor στα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε: 1. Ένα διακομιστή (server) στον τομέα της πληροφορικής, που διαχειρίζεται και παρέχει πόρους ή δεδομένα σε άλλες συσκευές. 2. Έναν υπηρέτη ή σερβιτόρο σε πιο γενικό πλαίσιο.
Χρήση: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στο πεδίο της τεχνολογίας, είναι ιδιαίτερα συχνή, ενώ σε κοινωνικά συμφραζόμενα, η χρήση της μπορεί να ποικίλει.
Ο διακομιστής της επιχείρησης έπεσε και πολλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα αρχεία.
El servidor del restaurante fue muy amable y rápido en su servicio.
Η λέξη servidor χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα σε σύγκριση με άλλες λέξεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που μπορεί να βρει εφαρμογή:
"Είμαι στη διάθεσή σας." (Χρησιμοποιείται συχνά ως ευγενική έκφραση για να δείξει ότι κάποιος είναι έτοιμος να εξυπηρετήσει.)
"Cada servidor tiene sus propias características."
"Κάθε διακομιστής έχει τα δικά του χαρακτηριστικά." (Χρησιμοποιείται στον τομέα της πληροφορικής.)
"El servidor de aplicaciones está habilitado."
"Ο διακομιστής εφαρμογών είναι ενεργοποιημένος."
"Un buen servidor hace la diferencia."
Η λέξη servidor προέρχεται από το λατινικό ρηματικό τύπο servire, που σημαίνει "να υπηρετεί". Αντικατοπτρίζει την έννοια της υπηρεσίας ή της εξυπηρέτησης σε διάφορες μορφές.
Συνώνυμα: - Acomodador (υπηρετικός, εξυπηρετικός) - Ayudante (βοηθός)
Αντώνυμα: - Cliente (πελάτης)
Η λέξη servidor έχει διαφορετικές έννοιες ανάλογα με το συμφραζόμενο, είτε αναφέρεται σε τεχνολογία είτε σε ανθρώπινη εξυπηρέτηση.