Η λέξη "servil" στην ισπανική γλώσσα εννοεί κάποιον που επιδεικνύει υπερβολική υποταγή ή υπηρέτη σε κάποιον άλλο, συνήθως λόγω φόβου ή ανάγκης. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμπεριφορές που είναι άκρως υποτακτικές ή υπηρετικές. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται και σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα όπου αναλύεται η προσωπικότητα ή κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς.
La actitud servil de Juan en la reunión fue evidente.
(Η υποτακτική στάση του Χουάν στη συνάντηση ήταν εμφανής.)
No me gusta ser servil con mis amigos; prefiero la honestidad.
(Δεν μου αρέσει να είμαι υποτακτικός με τους φίλους μου· προτιμώ την ειλικρίνεια.)
Η λέξη "servil" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Mentalidad servil
(Υποτακτική νοοτροπία)
Esto describe a individuos que siempre están dispuestos a someterse a la autoridad sin cuestionar.
(Αυτό περιγράφει άτομα που είναι πάντα πρόθυμα να υποταχθούν στην εξουσία χωρίς να αμφισβητούν.)
Actitud servil
(Υποτακτική στάση)
Tener una actitud servil no es lo que se espera de un líder.
(Μια υποτακτική στάση δεν είναι αυτό που αναμένεται από έναν ηγέτη.)
Ser servil
(Είμαι υποτακτικός)
No quiero ser servil en mi trabajo, quiero que mis opiniones sean valoradas.
(Δεν θέλω να είμαι υποτακτικός στη δουλειά μου, θέλω οι απόψεις μου να έχουν αξία.)
Η λέξη "servil" προέρχεται από το λατινικό "servilis", που σημαίνει "υπηρέτη", "δούλος" ή "σχετικός με την υπηρεσία".
servicial (υπηρετικός)
Αντώνυμα: