Sesgo είναι ουσιαστικό και κλίνεται (αρσενικό) στα Ισπανικά.
/ˈsesɣo/
Η λέξη "sesgo" αναφέρεται σε μια κατεύθυνση ή μια προκατάληψη που μπορεί να επηρεάσει τη σκέψη ή τη δράση κάποιου. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικειμενικές ή υποκειμενικές αποκλίσεις στη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών, όπως και στο πεδίο των επιστημών (π.χ. στατιστική), της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Είναι μια λέξη που συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ενδεχόμενη ελαφριά προτίμηση στο γραπτό.
El sesgo en la investigación puede alterar los resultados.
(Η προκατάληψη στην έρευνα μπορεί να αλλοιώσει τα αποτελέσματα.)
Es importante reconocer el sesgo para tomar decisiones informadas.
(Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε την μεροληψία για να πάρουμε ενημερωμένες αποφάσεις.)
Η λέξη "sesgo" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα για να αναδείξει την έννοια του αθέλητου εμπόδιο ή της μεροληψίας.
Tener un sesgo hacia algo.
(Να έχεις μια προκατάληψη προς κάτι.)
Π.χ.: Muchos estudios tienen un sesgo hacia la opinión popular.
(Πολλές μελέτες έχουν μια προκατάληψη προς τη δημοφιλή άποψη.)
Evitar el sesgo en la presentación de datos.
(Να αποφεύγεται η μεροληψία στην παρουσίαση δεδομένων.)
Π.χ.: Es crucial evitar el sesgo al presentar los resultados de la encuesta.
(Είναι κρίσιμο να αποφεύγεται η μεροληψία κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας.)
Η λέξη "sesgo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "saeculum" και σχετίζεται με την ιδέα μιας εκτροπής ή αλλαγής κατεύθυνσης.
Συνώνυμα:
- Prejuicio (προκατάληψη)
- Inclinación (κλίση)
Αντώνυμα:
- Objetividad (αντικειμενικότητα)
- Neutralidad (ουδετερότητα)