Η λέξη "severidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η "severidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάποιος σοβαρός, αυστηρός ή σκληρός. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή κοινωνικά πλαίσια για να περιγράψει την αυστηρότητα που συνδέεται με κυρώσεις, ποινές ή τη συμπεριφορά ατόμων. Είναι μια λέξη που συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτώς, κυρίως σε νομικά κείμενα και αναφορές.
Η σοβαρότητα της καταδίκης εξέπληξε όλους.
La severidad de las leyes debe ser discutida en el congreso.
Η λέξη "severidad" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να μιλήσεις με σοβαρότητα στη φωνή μπορεί να τρομάξει όσους ακούνε.
La severidad de la vida
Έμαθα για τη σοβαρότητα της ζωής στα πρώτα μου χρόνια.
Mostrar severidad al juzgar
Είναι σημαντικό να δείχνουμε αυστηρότητα όταν κρίνουμε για να διατηρήσουμε τη δικαιοσύνη.
Severidad en la educación
Η λέξη "severidad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "severitas", που σημαίνει "σκληρότητα" ή "αυστηρότητα".
Dureza (σκληρότητα)
Αντώνυμα: