Ο όρος "sibarita" είναι ουσιαστικό.
/fi.βɑ.ˈɾi.tɑ/
Η λέξη "sibarita" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που απολαμβάνει την καλή ζωή, είναι εκλεπτυσμένος και έχει εξαιρετικά γούστα, κυρίως σε ό,τι αφορά το φαγητό και το κρασί. Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που έχει απαιτήσεις και προτιμά την ποιότητα αντί για την ποσότητα. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια ελαφρά προτίμηση στον γραπτό.
Αυτός πάντα τρώει στα καλύτερα εστιατόρια, είναι ένας αληθινός σιμπαρίτα.
Su pasión por el vino lo convierte en un sibarita de las mejores cosechas.
Το πάθος του για το κρασί τον καθιστά σιμπαρίτα των καλύτερων σοδειών.
Los sibaritas valoran cada detalle en sus platos.
Δηλώνει έναν άνθρωπο που απολαμβάνει τη ζωή με εκλεπτυσμένο τρόπο.
Sibaritas del buen comer
Αναφέρεται σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται κυρίως για την ποιότητα του φαγητού.
Tener gustos sibaritas
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει υψηλές προσδοκίες σε προϊόντα ή εμπειρίες.
Vivir como un sibarita
Η λέξη "sibarita" προέρχεται από την αρχαία πόλη Σίμπαρη (Σύβαρη) στην Ιταλία, γνωστή για την πολυτέλεια και το καλοφαγία των κατοίκων της.
Συνώνυμα: - Νεόπλουτος - Εκλεκτικός
Αντώνυμα: - Απλός - Καθημερινός - Χαμηλών απαιτήσεων