Η λέξη "sibilante" είναι επίθετο.
/siβiˈlante/
Η λέξη "sibilante" αναφέρεται σε ήχους που παράγουν μια χαρακτηριστική "σιγανή" ή "σφύριγμα" ποιότητα, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει συγκεκριμένες φωνητικές ήχους, όπως οι [s], [sh] και [z].
Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα γύρω από την φωνολογία ή την ιατρική διάγνωση που σχετίζεται με ήχους αναπνοής ή ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο σιβιλλάντης ήχος του ανέμου με ανησυχεί τη νύχτα.
La profesora explicó que las consonantes sibilantes son importantes en la fonética.
Η λέξη "sibilante" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες προτάσεις που χρησιμοποιούν την έννοια της λέξης:
Κατά την ομιλία, είναι απαραίτητο να αποφεύγονται οι σιβιλλάντες ήχοι για να είναι η επικοινωνία σαφής.
Los cantantes deben practicar sus vocalizaciones para reducir los sonidos sibilantes.
Οι τραγουδιστές πρέπει να ασκούνται στις φωνητικές τους ασκήσεις για να μειώσουν τους σιβιλλάντες ήχους.
En un ambiente silencioso, incluso los sonidos sibilantes se vuelven más molestos.
Η λέξη "sibilante" προέρχεται από το λατινικό "sibilans", που σημαίνει "σιγανός" ή "σφυρίξων".
Συνώνυμα: - Susurrante (ψιθυριστός) - Silbante (σφυριχτός)
Αντώνυμα: - Ruidoso (θορυβώδης) - Ensordecedor (τυφλωτικός ήχος)