Η λέξη "sicario" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /siˈkaɾjo/
Η λέξη "sicario" αναφέρεται σε ένα πρόσωπο που προσλαμβάνεται για να διαπράξει δολοφονία, συνήθως για χρηματική αμοιβή. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και εγκληματολογικά πλαίσια. Στην κανονική χρήση της ισπανικής γλώσσας, η "sicario" έχει μια αρνητική και επικίνδυνη χροιά, καθώς συνεπάγεται εγκλήματα όπως ο φόνος και η δραστηριότητα των οργανωμένων εγκλήμάτων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο λόγω της συσχέτισης της με εγκλήματα και νομικά έγγραφα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο συμβασιούχος εκτελεστής συνελήφθη από την αστυνομία σε μια μυστική επιχείρηση.
La vida de un sicario es peligrosa y solitaria.
Η ζωή ενός εκτελεστή συμβολαίου είναι επικίνδυνη και μοναχική.
Se rumorea que un sicario está detrás de muchos asesinatos en la ciudad.
Η λέξη "sicario" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράζει την έννοια της απειλής ή της βίας που σχετίζεται με τον κόσμο του εγκλήματος.
Αναφέρεται σε κάποιον που φέρνει μόνο καταστροφή και θάνατο.
"Vivir como un sicario"
Υποδηλώνει μια ύπαρξη κάτω από συνθήκες συνεχούς κινδύνου.
"Contratar a un sicario"
Χρησιμοποιείται όταν γίνεται αναφορά σε συμφωνία για να διαπραχθεί έγκλημα.
"El miedo de un sicario"
Η λέξη "sicario" προέρχεται από το λατινικό "sicarius", που σημαίνει "εκτελεστής" ή "δολοφόνος". Ο λατινικός όρος "sica" αναφερόταν σε ένα είδος μαχαιριού που χρησιμοποιούνταν για την διαπράξη φόνων.
Συνώνυμα: - Asesino (δολοφόνος) - Ejecutador (εκτελεστής)
Αντώνυμα: - Protector (προστάτης) - Salvedor (σωτήρας)