siervo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

siervo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "siervo" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "siervo" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈsjɛr.βo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "siervo" αναφέρεται γενικά σε ένα άτομο που υπηρετεί ή ακολουθεί κάποιον άλλο, συχνά με τη σημασία του δούλου ή του υπηρέτη. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να δηλώσει μια κατάσταση υπηρέτησης ή υποταγής. Είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό, ειδικά σε ιστορικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El siervo siempre obedecía las órdenes de su amo.
  2. Ο δούλος πάντα υπάκουε στις εντολές του αφεντικού του.

  3. En la antigüedad, un siervo era considerado parte de la propiedad de un noble.

  4. Στην αρχαιότητα, ένας δούλος θεωρούνταν μέρος της ιδιοκτησίας ενός ευγενούς.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "siervo" δεν είναι άμεσα μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε αλληγορικές φράσεις και αναφορές:

  1. Estar al servicio de alguien, como un siervo.
  2. Να είσαι στην υπηρεσία κάποιου, σαν δούλος.

  3. Tratar a alguien como a un siervo.

  4. Να μεταχειρίζεσαι κάποιον σαν δούλο.

  5. Ser un fiel siervo de la justicia.

  6. Να είσαι ένας πιστός υπηρέτης της δικαιοσύνης.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "siervo" προέρχεται από το λατινικό "servus", που σημαίνει "δούλος" ή "υπηρέτης".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Servidor (υπηρέτης) - Esclavo (σκλάβος, αν και έχει πιο έντονη αρνητική χροιά)

Αντώνυμα: - Amo (αφεντικό) - Señor (κύριος)



23-07-2024