Το "siervo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "siervo" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈsjɛr.βo/
Η λέξη "siervo" αναφέρεται γενικά σε ένα άτομο που υπηρετεί ή ακολουθεί κάποιον άλλο, συχνά με τη σημασία του δούλου ή του υπηρέτη. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να δηλώσει μια κατάσταση υπηρέτησης ή υποταγής. Είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό, ειδικά σε ιστορικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.
Ο δούλος πάντα υπάκουε στις εντολές του αφεντικού του.
En la antigüedad, un siervo era considerado parte de la propiedad de un noble.
Η λέξη "siervo" δεν είναι άμεσα μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε αλληγορικές φράσεις και αναφορές:
Να είσαι στην υπηρεσία κάποιου, σαν δούλος.
Tratar a alguien como a un siervo.
Να μεταχειρίζεσαι κάποιον σαν δούλο.
Ser un fiel siervo de la justicia.
Η λέξη "siervo" προέρχεται από το λατινικό "servus", που σημαίνει "δούλος" ή "υπηρέτης".
Συνώνυμα: - Servidor (υπηρέτης) - Esclavo (σκλάβος, αν και έχει πιο έντονη αρνητική χροιά)
Αντώνυμα: - Amo (αφεντικό) - Señor (κύριος)