Siesta είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Фωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /sjes.ta/
Η λέξη siesta αναφέρεται σε έναν σύντομο ύπνο που γίνεται μετά το μεσημεριανό γεύμα, συνήθως διαρκεί από 20 λεπτά έως 2 ώρες. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε χώρες με ζεστό κλίμα, όπως η Ισπανία, και συχνά θεωρείται παράδοση. Η χρήση της λέξης είναι σχετικά συχνή, και συναντάται κυρίως σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο.
Μετά το φαγητό, μου αρέσει να κάνω έναν μεσημεριανό ύπνο.
La siesta es una costumbre muy común en España.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη siesta χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: Voy a echarme una siesta antes de salir.
Despertar de la siesta
Ejemplo: Desperté de la siesta y me sentí renovado.
Siesta reparadora
Η λέξη siesta προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και έχει τη ρίζα της στο λατινικό "siesta", που σημαίνει "нят" (1ην). Η προέλευση της λέξης σχετίζεται με την έκφραση "hora sexta", που σημαίνει "έκτη ώρα", αναφερόμενη στην ώρα του μεσημεριανού ύπνου, γύρω στις 3 το απόγευμα.
Συνώνυμα: - Sueño (ύπνος) - Descanso (ανάπαυση)
Αντώνυμα: - Despertar (ξύπνημα) - Actividad (δραστηριότητα)