Η λέξη "sigilo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [siˈxilo]
Η λέξη "sigilo" αναφέρεται στην κατάσταση του να κρατά κάτι μυστικό ή στην ικανότητα να διατηρείται κάτι κρυφό. Είναι συχνά σχετική με νομικές, στρατηγικές ή προσωπικές καταστάσεις όπου η εμπιστευτικότητα είναι απαραίτητη. Χρησιμοποιείται συχνά και σε επίσημα κείμενα, ενώ μπορεί να είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
El abogado se comprometió a mantener el sigilo de la información del cliente.
(Ο δικηγόρος δεσμεύτηκε να διατηρήσει τη μυστικότητα των πληροφοριών του πελάτη.)
En un juicio, es crucial que haya sigilo para proteger los derechos de las partes implicadas.
(Σε μια δίκη, είναι κρίσιμο να υπάρχει εμπιστευτικότητα για την προστασία των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων.)
Η λέξη "sigilo" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Μερικές από αυτές περιλαμβάνουν:
Actuar con sigilo
(Να ενεργείς με μυστικότητα)
En la investigación, es fundamental actuar con sigilo para no alertar a los sospechosos.
(Κατά τη διάρκεια της έρευνας, είναι θεμελιώδες να ενεργείς με μυστικότητα ώστε να μην ειδοποιηθούν οι ύποπτοι.)
Guardar sigilo
(Να τηρείς μυστικότητα)
Todos los miembros del equipo dejaron claro que deben guardar sigilo sobre el proyecto.
(Όλα τα μέλη της ομάδας διευκρίνισαν ότι πρέπει να τηρούν μυστικότητα σχετικά με το έργο.)
Con sigilo y discreción
(Με μυστικότητα και διακριτικότητα)
La negociación se llevó a cabo con sigilo y discreción para evitar filtraciones a la prensa.
(Η διαπραγμάτευση διεξήχθη με μυστικότητα και διακριτικότητα για να αποτραπούν διαρροές στον τύπο.)
Η λέξη "sigilo" προέρχεται από το λατινικό "sigillum," που σημαίνει "σφραγίδα" ή "σήμα", το οποίο μπορεί να υπονοεί την έννοια του σφραγίσματος ή του κλειδώματος μιας πληροφορίας ώστε να παραμείνει κρυφή.
Συνώνυμα: - secreto (μυστικό) - confidencialidad (εμπιστευτικότητα)
Αντώνυμα: - divulgación (δημοσιοποίηση) - transparencia (διαφάνεια)