Το "sigiloso" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "sigiloso" είναι /si.ɣiˈlo.so/.
Η λέξη "sigiloso" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που ενεργεί με προσοχή, μυστικότητα και χωρίς να κάνει θόρυβο. Συχνά αναφέρεται σε καταστάσεις ή συμπεριφορές που απαιτούν διακριτικότητα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με μία ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο.
Ο γάτος είναι πολύ σιωπηλός όταν κυνηγά ποντίκια.
Necesitamos ser sigilosos para no despertar al bebé.
Πρέπει να είμαστε μυστικοί για να μην ξυπνήσουμε το μωρό.
Su forma de moverse es sigilosa y cauta.
Η λέξη "sigiloso" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της μυστικότητας ή της διακριτικότητας:
Αυτή η στρατηγική βασίζεται στο να δρω με μυστικότητα για να μην ανακαλυφθώ.
Moverse sigilosamente.
Για να αποφύγω να με δουν, αποφάσισα να κινηθώ σιωπηλά στο σκοτάδι.
Visitar de manera sigilosa.
Η λέξη "sigiloso" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sigilosus", που σημαίνει "μυστικός" ή "απόκρυφος".
Συνώνυμα: - discreto (διακριτικός) - callado (σιωπηλός)
Αντώνυμα: - ruidoso (θορυβώδης) - abierto (ανοιχτός)