Το "signar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /siɣˈnaɾ/
Η λέξη "signar" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται στην πράξη της υπογραφής ή της σημείωσης κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά, γραφειοκρατικά και καθημερινά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο σε επίσημες ή τυπικές περιστάσεις.
Παραδείγματα προτάσεων:
El juez debe signar la sentencia.
(Ο δικαστής πρέπει να υπογράψει την απόφαση.)
Es importante signar el contrato antes de comenzar el trabajo.
(Είναι σημαντικό να υπογράψετε το συμβόλαιο πριν ξεκινήσετε την εργασία.)
Ella decidió signar el documento después de leerlo cuidadosamente.
(Αυτή αποφάσισε να υπογράψει το έγγραφο αφού το διάβασε προσεκτικά.)
Η λέξη "signar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Signar un pactó.
(Να υπογράψετε μια συμφωνία.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη συναντίληψη ή τη συμφωνία επί κάποιου θέματος.
Signar con sangre.
(Να υπογράψετε με αίμα.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι κάτι είναι πολύ σοβαρό ή ότι έχει σημαντικές συνέπειες.
Signar el fin de una era.
(Να υπογράψει το τέλος μιας εποχής.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεγονότα που σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή ή το τέλος ενός κύκλου.
Signar un compromiso.
(Να υπογράψετε μια δέσμευση.)
Δηλώνει τη δέσμευση που αναλαμβάνει κάποιος μέσω μιας υπογραφής.
Η λέξη "signar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "signare", που σημαίνει "σημειώνω" ή "υπογράφω". Η ρίζα της μπορεί να εντοπιστεί στο λατινικό "signum", που σημαίνει "σημάδι".
Συνώνυμα: - firmar (υπογράφω) - marcar (σημειώνω)
Αντώνυμα: - borrar (σβήνω) - negar (αρνούμαι)