Significado είναι ουσιαστικό.
/phɪɡnɪˈfɪkanˌto/
Η λέξη significado χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια ή τη σημασία ενός λόγου, ενός όρου ή μιας δήλωσης. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται και στις περισσότερες περιπτώσεις στον τομέα της γλωσσολογίας, της φιλοσοφίας και της επικοινωνίας γενικότερα. Συνήθως, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο, αν και είναι σίγουρα κατανοητή και σε συζητήσεις.
El significado de la palabra es importante.
(Η σημασία της λέξης είναι σημαντική.)
Necesito entender el significado de este texto.
(Χρειάζομαι να καταλάβω την έννοια αυτού του κειμένου.)
¿Cuál es el significado de la vida?
(Ποια είναι η σημασία της ζωής;)
Η λέξη significado χρησιμοποιείται λίγες φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες προτάσεις που συνοδεύονται από άλλες λέξεις.
El significado detrás de sus palabras.
(Η σημασία πίσω από τα λόγια του.)
No hay significado sin contexto.
(Δεν υπάρχει σημασία χωρίς συμφραζόμενα.)
Por fin entendí el verdadero significado.
(Τελικά κατάλαβα τη πραγματική σημασία.)
El significado que le das a tus experiencias.
(Η σημασία που δίνεις στις εμπειρίες σου.)
Η λέξη significado προέρχεται από το λατινικό significatum, που σημαίνει «το σημαινόμενο» και σχετίζεται με το ρήμα significare (να σημαίνει).
Συνώνυμα: - sentido - significado
Αντώνυμα: - absurdo - insignificancia
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης significado στα Ισπανικά.