Η λέξη "significativo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει σημασία ή αξία. Μπορεί να αναφέρεται σε γεγονότα, στοιχεία ή συμπεριφορές που είναι σημαντικά ή σπουδαία σε κάποιο πλαίσιο. Η χρήση της είναι κοινή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται μια προτίμηση σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Αυτό το δεδομένο είναι σημαντικό για την έρευνά μας.
Sus comentarios fueron muy significativos en la reunión.
Τα σχόλιά του ήταν πολύ σημαντικά στην συνάντηση.
La obra de arte tiene un significado significativo para la comunidad.
Η λέξη "significativo" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που ενισχύουν την έννοια της σημασίας:
Έγινε μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική.
Un impacto significativo
Το πρόγραμμα είχε σημαντική επίδραση στην τοπική οικονομία.
Un progreso significativo
Έχουμε επιτύχει σημαντική πρόοδο στην εκπαίδευση.
Un papel significativo
Αυτή παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του έργου.
Una contribución significativa
Η λέξη "significativo" προέρχεται από το λατινικό "significativus", το οποίο σημαίνει "που σημαίνει" ή "που δηλώνει". Η ρίζα της προέρχεται από το "significare", που σημαίνει "να δηλώνει" ή "να δείχνει".