Silbar είναι ρήμα.
/silˈβar/
Η λέξη "silbar" σημαίνει το να παράγεις ήχους με το στόμα, συνήθως αναπαράγοντας μια μελωδία ή έναν τόνο, χρησιμοποιώντας κυρίως το σφύριγμα. Χρησιμοποιείται είτε σε προφορικό λόγο είτε σε γραπτό κείμενο, αλλά είναι πιο συχνή σε προφορικές συνομιλίες, περιγράφοντας την πράξη του σφυρίγματος.
Ella puede silbar cualquier canción que le gusta.
Αυτή μπορεί να σφυρίξει οποιοδήποτε τραγούδι της αρέσει.
Me gusta silbar mientras camino por el parque.
Μου αρέσει να σφυρίζω ενώ περπατώ στο πάρκο.
¿Sabes silbar el himno nacional?
Ξέρεις να σφυρίζεις τον εθνικό ύμνο;
Η λέξη "silbar" μπορεί να συναντηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Silbar como un pájaro.
Σφυρίζω σαν πουλί.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που σφυρίζει πολύ καλά.
Silbar a la suerte.
Σφυρίζω στη τύχη.
Αυτό σημαίνει να προσπαθήσεις να φέρεις καλή τύχη, συχνά χρησιμοποιούμενη μετά από κάποιον που έχει κάνει κάτι ριψοκίνδυνο.
No me silbes en la cara.
Μην μου σφυρίζεις κατά πρόσωπο.
Μια έκφραση που αναφέρεται στο να μην προκαλείς ή να μην ειρωνεύεσαι κάποιον απευθείας.
Silbar al oído.
Σφυρίζω στο αυτί.
Υποδηλώνει την πράξη του να λέει κανείς μυστικά ή να ψιθυρίζει κάτι.
Η λέξη "silbar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sibilare", που σημαίνει «να σφυρίζω». Η λατινική ρίζα σχετίζεται με τον ήχο που παράγεται από τον αέρα που περνά μέσα από τα χείλη ή τους δονητές.
Συνώνυμα: - Soplar (φυσώ) - Pitar (σιγανά με ήχο)
Αντώνυμα: - Callar (σιωπώ) - Silenciar (σιωπάω)