Το "silenciar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /silenˈθjaɾ/
Η λέξη "silenciar" σημαίνει να κάνεις κάποιον ή κάτι να σιωπήσει, δηλαδή να σταματήσει να μιλά ή να κάνει θόρυβο. Χρησιμοποιείται συχνά σε ποικιλία καταστάσεων, από τη περιγραφή της διαδικασίας να σεις κάποιον (όπως «σιωπώ»), έως την αναφορά σε τεχνολογία, όπως η σίγαση ή η απενεργοποίηση του ήχου σε υπολογιστικές συσκευές.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και εμφανίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτό πλαίσιο.
Quiero silenciar la televisión porque está muy alta.
Θέλω να σιγήσω την τηλεόραση γιατί είναι πολύ δυνατή.
Ella decidió silenciar su teléfono durante la reunión.
Αυτή αποφάσισε να σιγήσει το τηλέφωνό της κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Si silencias a alguien, no podrá expresar su opinión.
Αν σιγήσεις κάποιον, δεν θα μπορέσει να εκφράσει τη γνώμη του.
Η λέξη "silenciar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στις ισπανικές γλώσσες:
Silenciar a alguien
Φρασεολογία που σημαίνει να κάνεις κάποιον να μην μιλά ή να σταματήσει να εκφράζεται.
Es importante no silenciar a alguien durante una discusión.
(Είναι σημαντικό να μην σιωπάς κάποιον κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.)
Silenciar el ruido
Η έκφραση αναφέρεται στη διαδικασία να σταματήσεις τον θόρυβο ή να δημιουργήσεις ησυχία.
Tengo que silenciar el ruido en mi casa para concentrarme.
(Πρέπει να σιωπήσω τον θόρυβο στο σπίτι μου για να μπορώ να συγκεντρωθώ.)
Silenciar las dudas
Αυτή η φράση σημαίνει να σταματήσεις τις αμφιβολίες ή τις ανησυχίες.
Es hora de silenciar las dudas y seguir adelante.
(Ήρθε η ώρα να σιγήσουμε τις αμφιβολίες και να προχωρήσουμε.)
Η λέξη "silenciar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "silentiare", που σημαίνει "να κάνει σιωπή".
Συνώνυμα: - callar - apaciguar - amortiguar
Αντώνυμα: - hablar - gritar - expresar