Η λέξη "silencio" είναι ουσιαστικό.
/silɛnθjo/
Η λέξη "silencio" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία δεν ακούγεται ήχος, δηλαδή στη σιωπή ή τη ησυχία. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αλλά συχνά χρησιμοποιείται σε πιο επίσημα ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.
"En la biblioteca, se debe guardar silencio."
Στη βιβλιοθήκη, πρέπει να τηρείται σιωπή.
"El silencio en la sala fue abrumador."
Η σιωπή στην αίθουσα ήταν καταθλιπτική.
Η λέξη "silencio" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Hacer silencio"
(Δημιουργώ σιωπή)
"Antes de empezar la reunión, vamos a hacer silencio."
(Πριν ξεκινήσουμε τη συνάντηση, ας κάνουμε σιωπή.)
"Silencio administrativo"
(Διοικητική σιωπή)
"Ante el silencio administrativo, se puede considerar como aprobación."
(Απέναντι στη διοικητική σιωπή, μπορεί να θεωρηθεί ως έγκριση.)
"Silencio de tumbas"
(Σιωπή τάφων)
"La noticia cayó en un silencio de tumbas entre los presentes."
(Η είδηση έπεσε σε σιωπή τάφων ανάμεσα στους παρόντες.)
Η λέξη "silencio" προέρχεται από τον λατινικό όρο "silentium", που σημαίνει "σιωπή", "ησυχία".
Συνώνυμα:
- calma (ηρεμία)
- quietud (ήσυχος χώρος)
Αντώνυμα:
- ruido (θόρυβος)
- alboroto (αναστάτωση)