silla - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

silla (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "silla" είναι ουσιαστικό και συγκεκριμένα θηλυκό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "silla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι /ˈsi.ʎa/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "silla" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "καρέκλα".

Σημασία της λέξης

Η λέξη "silla" συνήθως σημαίνει μια δομή με ράχη και καθιστικό, σχεδιασμένη για να κάθεται κάποιος. Χρησιμοποιείται καθημερινά στη γλώσσα και είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να συναντηθεί σε εστιατόρια, σπίτια, γραφεία και δημόσιους χώρους.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La silla está rota.
    (Η καρέκλα είναι σπασμένη.)

  2. Me gustaría comprar una silla nueva.
    (Θα ήθελα να αγοράσω μια νέα καρέκλα.)

  3. Ella se sentó en la silla del jardín.
    (Αυτή κάθισε στην καρέκλα του κήπου.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "silla" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις.

  1. No ves que me estás quitando la silla.
    (Δεν βλέπεις ότι μου παίρνεις την καρέκλα.)
  2. Αποδίδει μια κατάσταση όπου κάποιος προσπαθεί να αναλάβει κάτι που ανήκει σε άλλον.

  3. Estar como una silla.
    (Να είσαι σαν μια καρέκλα.)

  4. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ ήσυχος ή αδιάφορος.

  5. Poner a alguien en la silla eléctrica.
    (Να βάλεις κάποιον στην ηλεκτρική καρέκλα.)

  6. Εκφράζει την έννοια της αυστηρής τιμωρίας.

Ετυμολογία

Η λέξη "silla" προέρχεται από τα Λατινικά "sella", που σημαίνει "κάθισμα". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια του καθίσματος ή της στήριξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Asiento (κάθισμα), taburete (σκαμπό).

Αντώνυμα:
- Pie (πόδι, εννοώντας την κίνηση αντί της σταθερότητας ενός καθίσματος).



22-07-2024