Το "silla" είναι ουσιαστικό και συγκεκριμένα θηλυκό.
Η φωνητική μεταγραφή του "silla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι /ˈsi.ʎa/.
Η λέξη "silla" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "καρέκλα".
Η λέξη "silla" συνήθως σημαίνει μια δομή με ράχη και καθιστικό, σχεδιασμένη για να κάθεται κάποιος. Χρησιμοποιείται καθημερινά στη γλώσσα και είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να συναντηθεί σε εστιατόρια, σπίτια, γραφεία και δημόσιους χώρους.
La silla está rota.
(Η καρέκλα είναι σπασμένη.)
Me gustaría comprar una silla nueva.
(Θα ήθελα να αγοράσω μια νέα καρέκλα.)
Ella se sentó en la silla del jardín.
(Αυτή κάθισε στην καρέκλα του κήπου.)
Η λέξη "silla" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις.
Αποδίδει μια κατάσταση όπου κάποιος προσπαθεί να αναλάβει κάτι που ανήκει σε άλλον.
Estar como una silla.
(Να είσαι σαν μια καρέκλα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ ήσυχος ή αδιάφορος.
Poner a alguien en la silla eléctrica.
(Να βάλεις κάποιον στην ηλεκτρική καρέκλα.)
Η λέξη "silla" προέρχεται από τα Λατινικά "sella", που σημαίνει "κάθισμα". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια του καθίσματος ή της στήριξης.
Συνώνυμα:
- Asiento (κάθισμα), taburete (σκαμπό).
Αντώνυμα:
- Pie (πόδι, εννοώντας την κίνηση αντί της σταθερότητας ενός καθίσματος).