Sillar είναι ουσιαστικό.
[siˈlar]
Η λέξη sillar αναφέρεται σε μια μεγάλη, συνήθως τετραγωνική ή ορθογώνια πέτρα που χρησιμοποιείται σε δομικές κατασκευές, κυρίως σε τοίχους και οικοδομές. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στη γενική και πολυτεχνική γλώσσα. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο έντονη στο γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που αναφέρονται στην αρχιτεκτονική ή τη μηχανική.
El sillar del edificio fue elaborado con una piedra de gran calidad.
(Η στήλη του κτιρίου κατασκευάστηκε με μια πέτρα υψηλής ποιότητας.)
Las construcciones antiguas en esta región solían utilizar sillar para mayor resistencia.
(Οι αρχαίες κατασκευές σε αυτήν την περιοχή συνήθως χρησιμοποιούσαν ογκόλιθο για μεγαλύτερη αντοχή.)
Η λέξη sillar δεν είναι παραδοσιακά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες φράσεις σχετικές με την κατασκευή και την υποδομή.
"Construir sobre un sillar sólido es esencial para la estabilidad."
(Η κατασκευή πάνω σε μια σταθερή στήλη είναι απαραίτητη για την σταθερότητα.)
"El sillar que elegimos le dará un toque rústico a la casa."
(Ο ογκόλιθος που επιλέγουμε θα προσθέσει μια ρουστίκ αίσθηση στο σπίτι.)
"La importancia del sillar en la arquitectura andina es evidente."
(Η σημασία του ογκόλιθου στην αρχιτεκτονική των Άνδεων είναι προφανής.)
"Un buen sillar puede hacer la diferencia en la estructura de un edificio."
(Ένας καλός ογκόλιθος μπορεί να κάνει τη διαφορά στη δομή ενός κτιρίου.)
Η λέξη sillar προέρχεται από τη λατινική λέξη sillar που σημαίνει "πέτρα", προερχόμενη από το λατινικό saxum, που σημαίνει "βράχος".
Συνώνυμα:
- piedra
- bloque
Αντώνυμα:
- terreno (έδαφος)
- arena (άμμος)