Η λέξη "silvestre" είναι επίθετο.
/silˈβestre/
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "silvestre" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη φύση ή τα άγρια ζώα και φυτά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φυτά ή ζώα που ζουν σε φυσικές συνθήκες, αντί να είναι καλλιεργημένα ή εξημερωμένα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο με μέτρια συχνότητα.
Las plantas silvestres crecen en el bosque.
Οι άγριες植物 μεγαλώνουν στο δάσος.
El ciervo es un animal silvestre que vive en los bosques.
Ο ελάφιος είναι ένα άγριο ζώο που ζει στα δάση.
Η λέξη "silvestre" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Vivir como un animal silvestre.
Να ζεις σαν ένα άγριο ζώο. (Σημαίνει να ζεις σε φυσικό και ελεύθερο περιβάλλον).
La música silvestre llena el alma.
Η φυσική μουσική γεμίζει την ψυχή. (Εδώ αναφέρεται σε μουσική που είναι εμπνευσμένη από τη φύση).
Su belleza es silvestre y auténtica.
Η ομορφιά της είναι άγρια και αυθεντική. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι φυσικό και μοναδικό).
Η λέξη "silvestre" προέρχεται από τα Λατινικά "silvestris", που προέρχεται από το "silva", που σημαίνει "δάσος".
salvaje (άγριος)
Αντώνυμα: