Η λέξη "similar" είναι επίθετο.
/sɪˈmɪl.ər/
Η λέξη "similar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να αναφερθεί σε κάτι που έχει ομοιότητες ή κοινά χαρακτηριστικά με κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
"Τα δύο αυτοκίνητα είναι παρόμοια στο σχέδιο."
"Ella tiene un estilo de vestir similar al de su hermana."
"Έχει στυλ ντυσίματος παρόμοιο με αυτό της αδελφής της."
"Las culturas de estos dos países son bastante similares."
Η λέξη "similar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
"Είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, είναι παρόμοια."
"Aunque son similares, tienen diferencias importantes."
"Αν και είναι παρόμοια, έχουν σημαντικές διαφορές."
"A veces los resultados en estos experimentos son tan similares que confunden."
"Μερικές φορές τα αποτελέσματα σε αυτά τα πειράματα είναι τόσο παρόμοια που μπερδεύουν."
"Los diseños son similares, pero cada uno tiene su propio toque."
Η λέξη "similar" προέρχεται από το λατινικό "similaris," το οποίο σημαίνει "όμοιος, παρόμοιος."
Συνώνυμα: - comparable (συγκρίσιμος) - análogo (ανάλογος)
Αντώνυμα: - diferente (διαφορετικός) - opuesto (αντίθετος)