Η λέξη "simple" είναι επίθετο.
/fɪm.pəl/
Η λέξη "simple" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εύκολο, χωρίς περίπλοκες διαδικασίες ή συστατικά, ή που δεν έχει πολυπλοκότητα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα και αναφέρεται όχι μόνο σε φυσικά αντικείμενα αλλά και σε έννοιες και καταστάσεις. Είναι ένα κοινό επίθετο με ευρεία χρήση, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό, χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση.
Esta tarea es muy simple.
(Αυτή η εργασία είναι πολύ απλή.)
La explicación fue simple y clara.
(Η εξήγηση ήταν απλή και καθαρή.)
Η λέξη "simple" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες προσθέτουν βάθος και νόημα.
No es tan simple como parece.
(Δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται.)
A veces, las cosas simples son las mejores.
(Μερικές φορές, τα απλά πράγματα είναι τα καλύτερα.)
Mantenerlo simple es la clave.
(Η απλότητα είναι το παν.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "simplis", που σημαίνει "απλός, χωρίς σύνθεση".
Συνώνυμα: - Sencillo - Claro - Fácil
Αντώνυμα: - Complejo - Difícil - Complicado