Simulacro είναι ουσιαστικό.
/si.muˈla.kɾo/
Η λέξη "simulacro" αναφέρεται σε μια προσομοίωση ή αναπαράσταση μιας κατάστασης, συνήθως για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η στρατιωτική προετοιμασία και οι νομικές διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε εκπαιδευτικά ή στρατιωτικά περιβάλλοντα.
Η προσομοίωση εκκένωσης πραγματοποιήθηκε με επιτυχία.
Durante el simulacro, los estudiantes aprendieron a actuar en caso de emergencia.
Η λέξη "simulacro" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να βρεθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με το εκπαιδευτικό ή στρατιωτικό πλαίσιο. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Είναι μόνο μια προσομοίωση, δεν υπάρχει λόγος να πανικοβληθείς.
El simulacro de combate fue una experiencia reveladora para los soldados.
Η προσομοίωση μάχης ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία για τους στρατιώτες.
Cada año se organiza un simulacro de terremoto en la escuela.
Η λέξη "simulacro" προέρχεται από το λατινικό "simulacrum", το οποίο σημαίνει "μίμηση" ή "αντίγραφο". Αυτή η λέξη έχει τις ρίζες της στη λέξη "simulare", που σημαίνει "να μιμείται".
Συνώνυμα: - Prototipo (πρωτότυπο) - Imitación (μιμητική διαδικασία)
Αντώνυμα: - Realidad (πραγματικότητα) - Autenticidad (αυθεντικότητα)