Simulador είναι ουσιαστικό.
/si.muˈla.ðor/
Η λέξη simulador αναφέρεται σε οποιοδήποτε εργαλείο ή πρόγραμμα που χρησιμοποιείται για την προσομοίωση μιας διαδικασίας, γεγονότος ή συστήματος. Στον τομέα της οικονομίας και της στρατιωτικής εκπαίδευσης, οι προσομοιωτές βοηθούν στην εκπαίδευση και στην ανάλυση σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Στη γενική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε κάθε είδους καινοτόμα τεχνολογία που μιμείται πραγματικές συνθήκες. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο τεχνικό και επιστημονικό περιβάλλον.
El simulador de vuelo es muy realista.
(Ο προσομοιωτής πτήσης είναι πολύ ρεαλιστικός.)
Los ingenieros utilizan un simulador para probar el nuevo sistema.
(Οι μηχανικοί χρησιμοποιούν έναν προσομοιωτή για να δοκιμάσουν το νέο σύστημα.)
El simulador de entrenamiento ayuda a los soldados a prepararse para el combate.
(Ο προσομοιωτής εκπαίδευσης βοηθά τους στρατιώτες να προετοιμαστούν για την μάχη.)
Η λέξη "simulador" χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικές και στρατιωτικές εκφράσεις:
Trabajar con un simulador es esencial en la formación.
(Η εργασία με έναν προσομοιωτή είναι απαραίτητη στην εκπαίδευση.)
El simulador de estrategias permite experimentar diferentes escenarios.
(Ο προσομοιωτής στρατηγικών επιτρέπει την εμπειρία διαφόρων σεναρίων.)
La realidad virtual en un simulador proporciona una inmersión total.
(Η εικονική πραγματικότητα σε έναν προσομοιωτή παρέχει πλήρη βύθιση.)
Con el simulador de tráfico, se pueden analizar los flujos vehiculares.
(Με τον προσομοιωτή κυκλοφορίας μπορούν να αναλυθούν οι ροές των οχημάτων.)
El simulador de negocios ayuda a los emprendedores a entender el mercado.
(Ο προσομοιωτής επιχειρήσεων βοηθά τους επιχειρηματίες να κατανοήσουν την αγορά.)
Η λέξη simulador προέρχεται από το ρήμα "simular", που σημαίνει "να μιμείται ή να προσομοιώνει".
Συνώνυμα: - Proyector (προβολέας) - Imitador (μίμος)
Αντώνυμα: - Realidad (πραγματικότητα) - Divergente (αποκλίνων, διαφιλονικούμενος)